παραφθεγμα

παραφθεγμα
    παράφθεγμα
    παρά-φθεγμα
    -ατος τό (ненужное) словесное добавление, не идущие к делу слова Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραφθεγμα" в других словарях:

  • παράφθεγμα — qualification added neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράφθεγμα — τὸ, Α [παραφθέγγομαι] 1. προσθήκη μιας τροποποιήσεως στον λόγο ή σε ομιλία εν παρόδω, εκ τού προχείρου, παρέργως 2. τυχαίος λόγος 3. αυτό που ειπώθηκε εσφαλμένα, το ψευδές …   Dictionary of Greek

  • παραφθεγμάτων — παράφθεγμα qualification added neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθέγμασι — παράφθεγμα qualification added neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθέγματα — παράφθεγμα qualification added neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφθέγματος — παράφθεγμα qualification added neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»